ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΗΛΙΚΙΑ
Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη
αίσθηση
στις ανθισμένες βραγιές κι ένα ρίγος λεπτό
κι οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα
στις ανθισμένες βραγιές κι ένα ρίγος λεπτό
κι οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα
διυλίζει το φως
κι οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι αν γινόταν
κι οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι αν γινόταν
αργότερα
μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρο ήλιο
πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη
πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα
μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρο ήλιο
πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη
πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα
νεωτερισμών
ψευτίζοντας τη ζωή μας.
Αυτή η θηλυκιά εποxή
στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις
την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη
ψευτίζοντας τη ζωή μας.
Αυτή η θηλυκιά εποxή
στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις
την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη
μοναξιά
κι ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε
κι ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε
να πούμε
ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται
κι ύστερα σβήνουν στο διάδρομο ˙ ανάβουνε το φως της σκάλας
μα δεν ακούγεται κανείς
ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται
κι ύστερα σβήνουν στο διάδρομο ˙ ανάβουνε το φως της σκάλας
μα δεν ακούγεται κανείς