Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Τίτος Πατρίκιος, Συγκατοίκηση με το παρόν


Ο Τίτος Πατρίκιος είναι ένας ποιητής που αγαπώ ιδιαίτερα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα ποιητική του συλλογή με τίτλο "Συγκατοίκηση  με το παρόν". Διαβάστε ένα σχετικό άρθρο του Δ.Ν. Μαρωνίτη από το ΒΗΜΑ και κάποια ποιήματα...

Δ. Ν. Μαρωνίτης 

Συγκατοίκηση µε τον χρόνο
 
  «Συγκατοίκηση µε το παρόν» είναι ο απρόβλεπτος τίτλος στην τελευταία ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕ∆ΡΟΣ, αφιερωµένη στην αλησµόνητη για δικούς και φίλους Ρένα. Πρόκειται για την πιο ώριµη προσφορά ενός γόνιµου ποιητή, που σηµάδεψε, όσο λίγοι, την ποίηση της πρώτης µεταπολεµικής γενιάς και των διαδόχων της, ανοίγοντας συνεχώς τον πολιτικό, ανθρωπολογικό και ερωτικό της ορίζοντα. Στη συγκεκριµένη περίπτωση τα τριάντα συν ένα έντιτλα ποιήµατα της συλλογής έχουν µια σπάνια στις µέρες µας αρετή: είναι χωνεµένα και διαθέσιµα. Που πάει να πει: ωφέλιµα σε όσους αγαπούν πράγµατι την ποίηση, γιατί όντως τη χρειάζονται στη δύσκολη ζωή τους. Καταπώς το οµολογεί ο ποιητής στο επόµενο τετράστιχο: Oπως κι αν έρθουνε τα πράγµατα / όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες / πάντα µπορεί κανείς να ερωτεύεται. / Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς. Εντέλει η συλλογή του αυτή, µε τον συγκρατηµένο πόνο της, γίνεται καθ’ οδόν αποχαιρετισµός της δύσκολης αγάπης.

Καθυστερώ λίγο ακόµη στον αποκαλυπτικό τίτλο. Οπου συµβάλλονται ο χώρος και ο χρόνος, όταν κάποτε ερηµώνονται από το παρελθόν τους. Οπότε το ακατοίκητο παρόν προσφέρεται, µε το ζόρι έστω, σε συγκατοίκηση. Μια λέξη που την έζησα και τη θυµάµαι καλά από τα χρόνια (σαράντα ένα - σαράντα δύο) της πείνας και της κατοχής στην πάνω πόλη της Θεσσαλονίκης. Oπου µας πήγε η µάνα µου να µείνουµε µαζί µε τον σκληρό αδελφό της, που µόλις είχε χάσει τη γυναίκα του, τουρκόσπιτο στο βάθος αδιέξοδου στενού, που κολλούσε στο µισογκρεµισµένο θεοδοσιανό τείχος (Γοργούς 11 η ακριβής διεύθυνση).

Για ανάλογη εξάλλου συγκατοίκηση, στα ίδια πάνω κάτω χρόνια, µιλά και ο Τίτος Πατρίκιος στο ΙΙΙ µέρος από το εξάτευχο οικογράφηµά του που επιγράφεται «Το σπίτι». Στηµένο στην αρχή της συλλογής σαν αγκωνάρι, για ν’ ακουµπήσουν πάνω του τα τριάντα ποιήµατα ενός καιρού που όσο πάει και λιγοστεύει, καθώς ολισθαίνει στη «∆ιπλή σκάλα». Αντιγράφω: Ενα ένα κατεβαίνω / τα σκαλοπάτια του καιρού / που µε πηγαίνουν / προς το τέλος. / Μου δίνουν κουράγιο καθώς βλέπω / πως η σκάλα είναι διπλή / πως τόσοι ανεβαίνουν από τη διπλανή της.

Μετρώ τις αυτόνοµες συλλογές που προηγήθηκαν. Στην αρχή οι τρεις της έµµεσης γνωριµίας, διαδοχικά δηµοσιευµένες το 1954, το 1963 και το 1975: Χωµατόδροµος, Μαθητεία, Προαιρετική στάση. Βρέθηκαν στα χέρια µου διδάσκοντας µεταπολεµική ποίηση στα πρώτα χρόνια της µεταπολίτευσης στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, όταν άνοιγα τον κύκλο της Ποιητικής και πολιτικής ηθικής, που δηµοσιεύτηκε τµηµατικά στο «Βήµα», προτού συγκροτηθεί σε βιβλιάριο. Ακολούθησαν, εξ επαφής, οι άλλες συλλογές: Θάλασσα επαγγελίας, Αντιδικίες, Αντικρινοί καθρέφτες, Παραµορφώσεις, Η ηδονή των παρατάσεων, Η αντίσταση των γεγονότων, Η πύλη των λεόντων, Η νέα χάραξη, Λυσιµελής πόθος – παραλείπονται οι τέσσερις συγκεντρωτικοί τόµοι των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ και η Μαθητεία ξανά. Νοµίζω κάτι έχω γράψει για καθεµιά. Τώρα συνέπεσε δέκατη τρίτη στη σειρά η Συγκατοίκηση µε το παρόν. Σκέφτοµαι πως µαζεµένοι οι τίτλοι αυτοί µιας ποιητικής δοκιµασίας που συνεχίζεται πενήντα έξι χρόνια, φτιάχνουν ένα γενναίο ποίηµα, κάτι σαν γέφυρα ανάµεσα στον έµπιστο ποιητή και στον πιστό αναγνώστη.

Η συλλογή µοιράζεται σε αυτοτελή ποιήµατα που περιβάλλονται από συνθέσεις. Είκοσι οκτώ τα πρώτα – τα δύο µε παραθέµατα: το ένα από τον Πίνδαρο, το άλλο από τον Εζρα Πάουντ. Αλλα ολιγόστιχα, κι άλλα πολύστιχα. Συµπληρώνεται καθένα µε τον, παραβατικό συνήθως, τίτλο του, όπως: Το χαµένο αφεντικό, Το ξόρκι, Ο υδράργυρος, Οι γυµνοί και οι ντυµένοι, Ο ίλιγγος του ύψους, Κουβεντιάζοντας µε τον Αρχίλοχο.

Οι τρεις συνθέσεις υποστυλώνουν τη συλλογή στην έναρξή της και στο τέρµα της. Η πρώτη επιγράφεται «Στα δάση» και εξελίσσεται σε τρία ισόστιχα µέρη –δώδεκα στίχοι το καθένα. Η ενδιάµεση επιγράφεται «Τρία ποιήµατα για τη Ρένα», µιλώντας αµίλητα. Η τρίτη, και τελευταία, αναπτύσσεται σε επτά µέρη, φέρει τον τίτλο «Υµνώ το σώµα» και υποστηρίζεται από τον ανεπανάληπτο στίχο του Αγγελου Σικελιανού: Ω µυστικά κατορθωµένο σώµα.

Αυτοτελή ποιήµατα και συνθέσεις συγκρίνονται και συνάµα διακρίνονται µεταξύ τους, προσφέροντας συµπαθητική συµµαχία στο υποκείµενο πάθος και πένθος. Ο χώρος δεν µε παίρνει για άλλη εξήγηση, που δεν είναι στην προκειµένη περίπτωση απαραίτητη, όπου φτάνει και περισσεύει η αδιαµεσολάβητη ανάγνωση. Προσθέτω µόνο, ένα, αινιγµατικό ίσως, σχόλιο για τη διπλή σύνταξη της συλλογής αυτής: τα αυτοτελή ποιήµατα είναι µε τον τρόπο τους µετακλητά, ενώ οι συνθέσεις αναδείχνονται αµετάκλητες.

‘Η µε τα λόγια του ποιητή και της ποίησης: έµαθα να ξεχωρίζω στα ξεραµένα φύλλα / τον ήχο από το αλλιώτικο βήµα του ανθρώπου.


ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-12-2011



ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ

Χωρίς να σε βλέπω 


Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.


Στάσεις
 
Από τη στάση μου
προς τη ζωή
βγαίνουν
τα ποιήματά μου.

Μόλις υπάρξουν
τα ποιήματά μου
μια στάση μου επιβάλλουν
αντίκρυ στη ζωή.



Εγώ δεν είμαι μονάχα αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα


Ρόδα Αειθαλή

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.

Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα ‘βρισκα
για έναν περίπατο στα φώτα και στην άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί του
είχε κι εκείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξι από τη γυναίκα του.)

Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.

Δυο άνθρωποι
σαν και σένα.


Οφειλή
 
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.