Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

ΒΙΣΛΑΒΑ ΣΙΜΠΟΡΣΚΑ


ΒΙΣΛΑΒΑ ΣΙΜΠΟΡΣΚΑ (1923 -2012)

(ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1996)

 

 

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα (Wislawa Szymborska) γεννήθηκε το 1923 στο Κούρνικ της Πολωνίας (περιοχή της επαρχίας Πόζναν) κι από εκεί μετακινήθηκε στα οκτώ της χρόνια στην Κρακοβία, τόπο της μόνιμης διαμονής της έκτοτε. Σπούδασε φιλολογία και κοινωνιολογία στο φημισμένο πανεπιστήμιο της πόλης και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ποίηση το 1945. Μέχρι το 1996, που της απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ στην ποίηση, είχε εκδώσει μόλις εννέα ποιητικές συλλογές και τέσσερα βιβλία με δοκίμια, ενώ μετέφρασε έμμετρη γαλλική ποίηση και για ένα διάστημα (1967-1972) σχολίαζε τακτικά άσημους μάλλον ξένους και Πολωνούς λογοτέχνες. Έχει τιμηθεί με το Φιλολογικό Βραβείο της Κρακοβίας (1995), το Πολωνικό Κρατικό Βραβείο για την Τέχνη (1963), το Βραβείο Γκαίτε (1991) και το Βραβείο Χάρντερ (1995) και είναι διδάκτορας της Τέχνης, τιμής ένεκεν, στο Πανεπιστήμιο του Πόζναν. Ανήκει μαζί με τους Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ και Ταντέους Ρουζέβιτς στην κορυφή της πυραμίδας των μεταπολεμικών εκπροσώπων της λεγόμενης "Πολωνικής σχολής της ποίησης", παρότι η αναγνώρισή της στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό χώρο έγινε πολύ αργότερα απ' αυτούς.
Η Σιμπόρσκα από νωρίς διαγράφει το ποιητικό της κλίμα, γράφοντας ότι "δανείζεται λέξεις που βαραίνουν από πάθος και μετά προσπαθεί να τις κάνει να δείχνουν ελαφρές". Η κλασικότροπη κομψότητα στον χειρισμό και την ανάπτυξη του ποιητικού της υλικού συνδυάζεται με μιαν ανάλαφρη προσέγγιση των πραγμάτων και έναν απατηλά εύθυμο σκεπτικισμό, όπου υφέρπει η επώδυνη συνείδηση της ανθρώπινης συνθήκης και περιπέτειας στον κόσμο, αλλά και η ζωντανή, εις πείσμα της θνητής μας μοίρας και της ιστορίας (όπου επαναλαμβάνεται συνήθως η τραγωδία), ελπίδα. Γιατί, για τη Σιμπόρσκα, ο κόσμος, παρά την ανασφάλεια, τον φόβο και το μίσος που εκτρέφει και καλλιεργεί η ανθρώπινη φύση μας, δεν παύει να προκαλεί και να εκπλήσσει, κι η φύση μαζί με την τέχνη παραμένουν πάντοτε οι καλύτεροι μεσίτες γι' αυτό το όραμα (όπως κατέληξε στην εκδήλωση για την απονομή του Νόμπελ: "Οι ποιητές, φαίνεται, θα έχουν πάντοτε πολλή δουλειά").
Κάποια από τα ποιήματα της Σιμπόρσκα, γραμμένα σε ανύποπτο χρόνο, αποκτούν μια δραματική επικαιρότητα σήμερα που ολόκληρη η ανθρωπότητα βιώνει το άγχος της τρομοκρατίας με μοναδική ένταση, και είναι δείγματα της βαθιάς ηθικής συνείδησης και εγρήγορσης που διατρέχει τελικά όλο το ποιητικό της έργο.

 


Τέλος και αρχή

Μετά από κάθε πόλεμο
κάποιος πρέπει να καθαρίσει.
Αφού οποιαδήποτε τάξη
από μόνη της δεν θα μπει.

Κάποιος πρέπει τα συντρίμμια να πάει
στις άκρες των δρόμων,
για να μπορούν να περνούν από κει
τα γεμάτα νεκρούς κάρα.

Κάποιος πρέπει να τσαλαβουτήσει
στη λάσπη και τη στάχτη,
στις σούστες καναπέδων,
στα θρύψαλα τζαμιών
και αιματοβαμμένων κουρελιών.

Κάποιος πρέπει να σύρει ένα μαδέρι
για να στηρίξει τον τοίχο,
να βάλει το τζάμι στο παράθυρο
να στερεώσει μια πόρτα στους μεντεσέδες της.

Δεν έχουν φωτογένεια όλα αυτά
και χρειάζονται χρόνια πολλά.
Όλες οι κάμερες ήδη φύγαν και πήγαν
στον άλλον τον πόλεμο.

Τις γέφυρες τις χρειαζόμαστε πάλι
και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς ξανά.
Τα μανίκια θα γίνουν κουρελόπανα
από το πολύ δίπλωμα.

Κάποιος με τη σκούπα στο χέρι
θυμάται ακόμα πώς ήταν πρώτα.
Κάποιος παρακολουθεί
και το κεφάλι που δεν καρατομήθηκε κουνάει.
Ήδη όμως γύρω τους
θα αρχίσουν να περιφέρονται άλλοι,
που όλα αυτά θα τους προκαλούν πλήξη.

Πού και πού κάποιος ακόμα
θα σκάβει κάτω από την κουβέντα
φαγωμένους απ’ τη σκουριά ισχυρισμούς
και θα τους μεταφέρει στη στίβα των υπολειμμάτων

Εκείνοι που ήξεραν
τι έγινε εδώ και γιατί,
πρέπει να δώσουν τη θέση σε εκείνους
που ξέρουν λίγα,
και λιγότερο από λίγα,
και τελικά, τίποτα.

Στο χορτάρι, που σκέπασε
τις αιτίες και τα αποτελέσματα,
κάποιος πρέπει να ξαπλώσει
με ένα στάχυ στα δόντια του
και να χαζεύει με απορία τα σύννεφα.


Φαρσοκωμωδία

Αν υπάρχουν άγγελοι
αμφιβάλλω ότι διαβάζουν

τις νουβέλες μας
που πραγματεύονται ματαιωμένες ελπίδες.

Φοβάμαι, αλίμονο,
ότι ποτέ δεν αγγίζουν ποιήματα
που κουβαλάνε τις μνησικακίες μας
εναντίον του κόσμου.

Οι μεγαλοστομίες και οι χλευασμοί
στα θεατρικά μας έργα
υποψιάζομαι ότι μάλλον
τους αναστατώνουν.

Εκτός υπηρεσίας, στα διαλείμματα μεταξύ αγγελικών
—δηλαδή απάνθρωπων— ενασχολήσεων,
μάλλον θα παρακολουθούν

τη φαρσοκωμωδία μας
από την εποχή του βωβού κινηματογράφου.

Από τους μοιρολογούντες θρηνωδούς μας,
αυτούς που ξεσχίζουν τα ρούχα τους
κι αυτούς που τρίζουν τα δόντια τους,
προτιμάνε, φαντάζομαι,
εκείνον τον φτωχοδιάβολο
που αρπάζει τον άνθρωπο που πνίγεται

απ’ το περουκίνι του
ή, λιμοκτονώντας, καταβροχθίζει τα κορδόνια

των παπουτσιών του
με απόλαυση.

Απ’ τη μέση του και πάνω πόζα και φιλοδοξίες,
κάτω απ’ αυτήν ένα σαστισμένο ποντίκι
διατρέχει τα πανταλόνια του.
Είμαι σίγουρη
ότι αυτό είναι που αποκαλούν πραγματική ψυχαγωγία.

Ένα ξέφρενο κυνηγητό του σε κύκλους
καταλήγει σε καταδίωξη του διώκτη του.
Το φως στο βάθος του τούνελ
φαντάζει σαν μάτι από τίγρη.
Μια εκατοντάδα από συμφορές
σημαίνουν εκατό κωμικές κουτρουβάλες
που εναλλάσσονται πάνω από εκατό γκρεμούς.

Αν υπάρχουν άγγελοι
πρέπει, ελπίζω,
να βρίσκουν πειστική
αυτήν την αιωρούμενη μέσ’ απ’ τον τρόμο

ευθυμία
που δεν κραυγάζει καν Σώστε με, Σώστε με
αφού όλα αυτά συμβαίνουν στη σιωπή.

Μπορώ ακόμα να τους φαντασθώ
σα να χειροκροτούν με τις φτερούγες τους
και δάκρυα να τρέχουν στα μάτια τους
απ’ το γέλιο, αν όχι από τίποτ’ άλλο.


Εγκώμιο της αδελφής μου 

Η αδελφή μου δεν γράφει ποιήματα
και είναι απίθανο ν' αρχίσει ξαφνικά
να γράφει ποιήματα.
Μοιάζει της μάνας μου που δεν έγραφε
ποτέ ποιήματα και του πατέρα μου
που ούτε κι εκείνος έγραφε.
Κάτω απ' τη στέγη της αδελφής μου νιώθω
ασφάλεια:
τίποτα δεν θα παρακινήσει τον άνδρα της
να γράψει ποιήματα
και παρόλο που ακούγεται σαν ποίημα
του Άνταμ Μακεντόνσκι
κανένας από τους συγγενείς μου δεν καταπιάνεται
να γράφει ποιήματα.


Στο συρτάρι της αδελφής μου δεν υπάρχουν
παλιά ποιήματα
ούτε κάποια καινούργια στην τσάντα της.
Κι όταν με καλεί σε δείπνο
ξέρω ότι δεν σχεδιάζει να μου διαβάσει
ποιήματα.
Μαγειρεύει υπέροχες σούπες
χωρίς να το πολυσκέφτεται
κι ο καφές της δεν χύνεται πάνω
στα χειρόγραφα.


Σε πολλές οικογένειες κανένας δεν γράφει
ποιήματα,
όταν όμως γράφουν σπάνια είναι
ένα άτομο.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ποίηση ρέει
σε καταρράκτες γενεών
και προκαλούν τρομερές δίνες
στις οικογενειακές σχέσεις.


Η αδελφή μου καλλιεργεί μια κόσμια,
καθομιλούμενη πρόζα,
κι ολόκληρη η λογοτεχνική της παραγωγή
βρίσκεται στις κάρτες των διακοπών
που υπόσχονται το ίδιο πράγμα κάθε χρόνο:
πως όταν επιστρέψει
θα μας τα διηγηθεί όλα,
όλα,
όλα.