Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ


«Η ποίηση πρέπει να 'ναι
 ένα ζαχαρωμένο βότσαλο 
 πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
 να σπας τα δόντια σου».

Ο Αργύρης Χιόνης, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του '70,   πέθανε το απόγευμα των Χριστουγέννων (25-12-2011) από καρδιακή προσβολή.

Η σχετική είδηση από το http://news.in.gr/culture/article/?aid=1231143528



Ένα άρθρο από την εφημερίδα ΑΥΓΗ 


Αργύρης Χιόνης 1943-2011: Άραγε πεθαίνουν οι ποιητές;

Κρημνιώτη Π.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/12/2011


Η αγαπημένη του ρήση ήταν "Σκέψου πριν σκύψεις". Ο ίδιος δεν έσκυψε παρά μόνο για το μάζεμα της ελιάς. Κι όσο χρειαζόταν προκειμένου να χτυπάει τις λέξεις του στο χαρτί. Χρόνια τώρα, από το 1992, ζούσε σε ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας που οι μόνιμοι κάτοικοί του δεν ξεπερνούν τους τριάντα. Όταν χρειάστηκε δηλαδή παραιτήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εργαζόταν ως μεταφραστής, απομακρύνθηκε από το πολύβουο άστυ και κόνεψε στο σπίτι με τον κήπο και καμιά εκατοστή ρίζες ελιές. Στο Θροφαρί είχε στήσει το ποιητικό του εργαστήρι από το 1992 ο Αργύρης Χιόνης. Εκεί όλα αυτά τα χρόνια "Πέρασε τη ζωή του / Γράφοντας ποιήματα / Με τη γομολάστιχα".

Στην Αθήνα κατέβαινε όταν είχε λόγο. Αυτή τη φορά ήρθε να περάσει τις γιορτές ανάμεσα σε ανθρώπους του αγαπημένους. Ανήμερα των Χριστουγέννων η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ανακοπή. Μια ευθεία γραμμή απλώθηκε ανάμεσα σ' όσους η ποίησή του, η κουβέντα του, ένα ποτήρι ρακή είχε ακουμπήσει πάνω τους χέρι παρηγορητικό. "Η τέχνη πάντα λειτουργούσε ως παραμυθία για τον άνθρωπο" μας έλεγε σε μια από τις λίγες συντεντεύξεις του, πριν από ένα χρόνο, με αφορμή τότε την κυκλοφορία της τελευταίας, όπως αποδείχτηκε, ποιητικής του συλλογής "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (εκδ. Γαβριηλίδης).
Αλήθεια πεθαίνουν οι ποιητές; Ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς με την εκδημία ενός ποιητή, νάτο και τώρα παρόν. "Τελικά οι ποιητές πεθαίνουν για να καταλάβουμε μια και καλή πόσο πολύτιμοι ήταν και για να δοκιμάσουν κι αυτοί που τους αγνοούσαν το 'ποιητικό τους σώμα'" έλεγε ένας φίλος. Ο ίδιος ο Χιόνης, που συχνά επανερχόταν στο θέμα του τέλους στην ποίησή του, στη συλλογή "Υπόγειο" όριζε με τρόπο εμβληματικό το αμετάκλητο του θανάτου: "Τρώω καρπό, φτύνω κουκούτσι, φυτρώνει δέντρο. Αχ, να ‘χα κι εγώ κουκούτσι, να το 'φτυνε ο θάνατος, να φύτρωνα ξανά". Ωστόσο, να, στα ποιήματά του ξαναγυρίζουμε. Είναι σαν την προτροπή του να γεμίζουμε το άδειο βάζο, όταν έλθει η ώρα του τέλους. Γιατί "Δύσκολη η ζωή κι απλούστατος ο θάνατος, αυτή η έρημος που τίποτε από σένα δεν ζητά, που περιμένει απλώς να την διανύσεις" ("Υπόγειο").
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα (Σεπόλια) από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Αφού και ο ίδιος εξέτισε μακρά περίοδο μεταναστεύσεως εις την Εσπερίαν και εργάστηκε από το 1982 ώς το 1992 ως μεταφραστής στην Ε.Ε., επέστρεψε στη μητριά πατρίδα το 1992 και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου θα τελεστεί η πολιτική κηδεία του. Η ημέρα δεν έχει ακόμα οριστεί.
Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: "Απόπειρες φωτός" (1966), "Σχήματα απουσίας" (1973), "Μεταμορφώσεις" (1974), "Τύποι ήλων" (1978), "Λεκτικά τοπία" (1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" (1986), "Εσωτικά τοπία" (1991), "Ο ακίνητος δρομέας" (1996), "Ιδεογράμματα" (1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά" (2000), "Σο υπόγειο"(2004), "Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000" (2006), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010).
Εξέδωσε τα πεζά: "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα", "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς", "Τρία μαγικά παραμύθια", "Όντα και μη όντα", για τα οποία βραβεύτηκε από το περιοδικό “Διαβάζω” το 2007, "Περί αγγέλων και δαιμόνων", "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", με το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2009, και το θεατρικό έργο "Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες".
Έχει ακόμη μεταφράσει τα εξής έργα: Octavio Paz, Ποιήματα (Σπηλιώτης, Αθήνα 1981), Howard Fast, Οι μετανάστες (Bell, Αθήνα 1981), Jeffrey Archer, Κάιν και Άβελ (Bell, Αθήνα 1982), Russel Edson, Όταν το ταβάνι κλαίει (Αιγόκερως, Αθήνα 1986), Jane Austen, Περηφάνια και προκατάληψη (Πατάκης, Αθήνα 1997), Roberto Juarroz, Κατακόρυφη ποίηση (Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1997), Henri Michaux, Με το αγκίστρι στην καρδιά (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003), Nicanor Parra, Ποιήματα επείγουσας ανάγκης (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008).
Ο Αργύρης Χιόνης άφησε το αποτύπωμά του στα ποιητικά πεπραγμένα γράφοντας ποίηση χαμηλών τόνων, άλλοτε υπαινικτική, βαθιά υπαρξιακή και πάντα εύληπτη. "Ό,τι έχω γράψει με έχει γράψει" μας έλεγε. Με "δασκάλους" τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Μπέκετ, τον Κάφκα. Ο ίδιος προσομοίαζε την ποίησή του με "ποίηση δωματίου". Όπως μας έλεγε "είναι σύντομη, περιεκτική, πυκνή και αποστηθίσιμη. Όπως ένα μικρό κοντσέρτο μπαρόκ, ένα κονσέρτο δωματίου. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι είναι μια ποίηση που περιορίζεται μόνο στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Έχει συμβεί στο παρελθόν να δω μικρά ποιήματα μου γραμμένα σε τοίχους σε περιόδους φοιτητικών εξεγέρσεων, πράγμα που σήμαινε ότι ακόμη και η χαμηλόφωνη ποίηση, αν έχει κάτι να πει, βγαίνει από το γραφείο στον δρόμο".
Ο ίδιος άλλωστε κάθε άλλο παρά ποιητής αποκομμένος στο γραφείο του ήταν. Πολίτης του κόσμου και ον πολιτικό με τη στάση ζωής του, έτσι αποτραβηγμένος από τα ανούσια και τα ψεύτικα, αλλά όχι απομονωμένος από όσα η ζωή και η κοινότητα ορίζουν, έκανε πράξη την ιδέα του. Ποιητής και "ζώο πολιτικό", καθώς η "προσωπική μου αγωνία εντάσσεται στη συλλογική αγωνία ή, αν θέλετε, η συλλογική αγωνία εκφράζεται από την προσωπική μου στάση". Ο Αργύρης Χιόνης αναγνώριζε ως τα "μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος το χιούμορ και το όνειρο". Τα διέθετε και τα δύο.




Συνέντευξη του ποιητή (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12-2-2010)

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

Όσο ζω γράφω ποιήματα- όνειρα πάνω στα χώματα


Ζει εδώ και χρόνια σε υψόμετρο 680 μέτρων, στο πέταλο ενός βουνού της ορεινής Κορινθίας. Τον χειμώνα αποκλείεται απ' τα χιόνια, το καλοκαίρι φυτεύει λαχανόκηπους και οπωροφόρα. Είναι μονήρης από επιλογή, εραστής της φύσης και εχθρός της τεχνολογίας. Επίσης είναι πυροπαθής, ολιγαρκής και για τους κατοίκους της περιοχής του, ο γείτονας ποιητής.
Ο κ. Αργύρης Χιόνης γράφει και διαβάζει κάθε μέρα αγναντεύοντας τη μητέρα Φύση μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του σπιτιού του, αλλά κι εκδίδει τα βιβλία του, τα δύο τελευταία από τον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο Κίχλη, με μεγάλη επιτυχία. Το 2009 τιμήθηκε, εξ ημισείας, με το Κρατικό Βραβείο διηγήματος.

Είστε ποιητής με μακρά παρουσία, από το 1966 μέχρι σήμερα έχετε εκδώσει 11 ποιητικές συλλογές, με μερικά διάσπαρτα πεζά κείμενα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, εκδώσατε τρία βιβλία με αφηγήματα: «Όντα και μη όντα», Γαβριηλίδης 2006 (Βραβείο περιοδικού «Διαβάζω»), «Περί αγγέλων και δαιμόνων», Γαβριηλίδης 2007, «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», Κίχλη 2008. Ήρθατε για να μείνετε στην πεζογραφία, με δεδομένη και την πολύ καλή απήχηση που είχαν τα βιβλία σας στον κόσμο;

Φυσικά και ήρθα στην πεζογραφία για να μείνω, όχι όμως λόγω της απήχησης που είχαν τα πεζά μου στον κόσμο, αλλά επειδή μου το υπαγορεύει η μέσα μου φωνή. Η ίδια αυτή φωνή μού απαγορεύει να εγκαταλείψω την ποίηση, η οποία άλλωστε συνιστά τη βάση, τα θεμέλια των πεζών κειμένων μου.

Στην εισαγωγή του τελευταίου σας βιβλίου, «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» (εκδόσεις Κίχλη), μιλάτε για τη γιαγιά σας με τα πρασινόλευκα μαλλιά, με το πρόσωπο σαν πέτρα διαβρωμένη απ' τη βροχή και το αυθαίρετο σπιτάκι της χτισμένο με μπετόν, πέτρες, τούβλα, λαμαρίνες, ξύλα. Μοιάζει η γραφή σας με τα παράταιρα υλικά μιας θαμμένης στον χρόνο λαϊκής αυλής των θαυμάτων;

«Τόσο τα ποιήματά μου όσο και τα πεζά μου είναι όντως χτισμένα με τα πιο παράταιρα δομικά υλικά. Ωστόσο, πιστεύω ή, αν θέλετε, ελπίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα, το έργο, τα έχει τόσο καλά εντάξει, ενσωματώσει στην πρόθεσή του, στον στόχο του, ώστε αυτά να μην είναι πλέον διακριτά. Είμαι της άποψης ότι στην ποίηση, αλλά και σε όλα τα άλλα λογοτεχνικά είδη, δεν πρέπει να είναι ανιχνεύσιμα τα δομικά υλικά. Το ίδιο αόρατος πρέπει να είναι και ο καταβληθείς μόχθος. Θέλω να πω, το κείμενο, που έχει υποστεί πλήθος επεξεργασιών και έχει κοστίσει στον δημιουργό του πολλές νύχτες αγρύπνιας, όταν φτάνει με την τυπωμένη μορφή του στα χέρια του αναγνώστη, πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι ξεπήδησε και ρέει τόσο φυσικά και αυθόρμητα όπως το νερό της πηγής. Πρόκειται, σας διαβεβαιώ, για μια πολύ επίπονη διαδικασία, αλλά μόνον έτσι επιτυγχάνεται η συγκίνηση, η απρόσκοπτη επικοινωνία με τον αναγνώστη».

Διαλέξατε στο «Οριζόντιο ύψος» τη μαγεία των παραμυθιών της λαϊκής παράδοσης, που δίνουν μιλιά στα δένδρα και αισθήματα στα τρεχούμενα νερά, μόνο για να μπορέσετε να μιλήσετε για την υπαρξιακή σας αγωνία μέσω της αλληγορίας, του υπερφυσικού και της ουτοπίας ή μήπως υπάρχει μέσα σας μια βαθύτερη σύνδεση με τη Φύση, μια εσωτερική πυξίδα από νερό και χώμα, που σας συνδέει με το παρελθόν και σας βοηθάει να βαδίσετε στο μέλλον;

Εύστοχη πολύ η διττή αυτή ερώτησή σας, αλλά δεν βρίσκω να υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα στα δύο σκέλη της. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι συμβαίνουν αμφότερα.

Τι ακριβώς εννοείτε όταν λέτε ότι γράφετε «στα χώματα»;

Αυτό που εννοώ είναι ότι κεντώ τα κείμενά μου, σαν τατουάζ, πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης. Με άλλα λόγια, είμαι χοϊκός και όχι αιθεροβάμων ποιητής. Ως τέτοιος, λοιπόν, πιστεύω στην αθανασία της ύλης, δηλαδή στην αέναη ανακύκλωση των υλικών. Όσο ζω, γράφω ποιήματα-όνειρα πάνω στα χώματα. Όταν με καταπιούν τα χώματα και χουμοποιηθώ, θα τροφοδοτώ, ως λίπασμα, νέα όνειρα ζωής.

Έχετε γράψει ότι ο ποιητής είναι προφήτης, κάποιος που βλέπει στο βάθος των πραγμάτων, ακόμα κι αν είναι βουβός και δεν μπορεί να πει αυτό που βλέπει. Σε τι συνίσταται τελικά η ποιητική ιδιότητα;

Αναφέρεστε μάλλον στην ατάκα από το θεατρικό έργο μου Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες (εκδόσεις Κίχλη), όπου ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές λέει στον άλλο: «Στο βάθος είσαι ένας ποιητής. [...] Ένας προφήτης του προπαρελθόντος! [...] Έχεις μάτι δυνατό, μπορείς και βλέπεις στο βάθος των πραγμάτων. Δεν έχει σημασία αν δεν μπορείς να πεις τι βλέπεις ...όχι! Σημασία έχει ότι βλέπεις. Είσαι ένας βουβός ποιητής, αυτό είσαι!». Η ποιητική λοιπόν ιδιότητα συνίσταται στην αέναη (και βέβαια αενάως αποτυγχάνουσα) προσπάθεια έκφρασης του ανέκφραστου.

Θεωρείτε πάντα την ποίηση βασίλισσα των τεχνών;

Μα, φυσικά! Ακόμη κι αν χάνει διαρκώς υπηκόους, ακόμη κι αν μείνει χωρίς ούτε έναν υπήκοο, αυτή θα είναι πάντα εκεί, μοναδική, υπέρλαμπρη βασίλισσα. Η ποίηση διδάσκει γλώσσα, ήθος, μέτρο, ρυθμό, αρμονία, αυτοσυγκράτηση, λιτότητα· διδάσκει, με άλλα λόγια, ό,τι απουσιάζει απ' όλα αυτά τα ευπώλητα ανοσιουργήματα που λυμαίνονται, εδώ και κάμποσο καιρό, τον χώρο της λογοτεχνίας.

Ως μετανάστης, υπήρξατε άλαλος για πολλά χρόνια, μέχρι να πέσουν τα γλωσσικά τείχη στις χώρες όπου ζήσατε, έχετε πει. Μήπως αυτή ακριβώς η υποχρεωτική σας αποξένωση, λόγω γλώσσας, σας ανάγκασε να χτίσετε τις δικές σας ποιητικές γέφυρες;

Τα χρόνια της αλαλίας μου στο εξωτερικό ήσαν χρόνια στροφής προς τα έσω, χρόνια βαθύτατης ενδοσκόπησης. Όταν γράφεις χωρίς την πιθανότητα να εκδοθείς και επιμένεις εντούτοις να γράφεις, με μοναδικό αναγνώστη και κριτή τον εαυτό σου, συνειδητοποιείς ότι η ποίηση δεν είναι επίδειξη ταλέντου ή δεξιοτήτων αλλά ουσία ζωής. Αργότερα, όταν, όπως λέτε, έπεσαν τα γλωσσικά τείχη στις χώρες όπου ζούσα, ο κόσμος που είχε στηθεί μέσα μου ήταν έτοιμος να επικοινωνήσει με εκείνον που τον περιέβαλλε και να εμπλουτιστεί από αυτόν χωρίς δουλικές μιμήσεις, γιατί ήταν ήδη ένας στέρεος, αυθύπαρκτος κόσμος.

Υπάρχουν παλαιότεροι ομότεχνοί σας που κρίνετε ότι άσκησαν επίδραση στη διαμόρφωση του έργου σας;

Έχω δεχτεί ασυνειδήτως πλήθος επιδράσεων από παλαιότερους αλλά, υποθέτω, και από σύγχρονούς μου ακόμη ομοτέχνους. Αυτό δεν είναι μόνον αναπόφευκτο αλλά και ευκταίο. Σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο χωνεύονται αυτές οι επιδράσεις και εντάσσονται στο προσωπικό σου ύφος, εφόσον βέβαια υπάρχει τέτοιο, αλλιώς είσαι απλώς μιμητής. Συνειδητά ωστόσο αναγνωρίζω ως δασκάλους μου τους εξής μεγάλους ποιητές: τον Καβάφη, που μου δίδαξε την άκρα λιτότητα και την ειρωνεία, τον Μπέκετ, που μου αποκάλυψε τη δύναμη του παραλόγου και του σαρκασμού, τον Κάφκα, αυτόν τον σύγχρονο Ιώβ, που με έμαθε να διαβάζω με έναν άλλο, ανορθόδοξο τρόπο, τη Βίβλο και, τέλος, τον Νίτσε, τον Καζαντζάκη, τον Καμύ και (ξανά) τον Μπέκετ, που με τον ηρωικό πεσιμισμό τους με βοήθησαν να αντιμετωπίζω την ύπαρξη και την ανυπαρξία με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Πριν ξενιτευτείτε για λόγους επιβίωσης και για πολλά χρόνια, ζήσατε στα Σεπόλια, σε ένα σπιτάκι 16 τετραγωνικών. Φύγατε ποτέ από εκεί, παρόλο που γυρίσατε όλο τον κόσμο;

Εγώ έφυγα από εκεί, αλλά ούτε τα Σεπόλια ούτε το 16 τετραγωνικών σπιτάκι με εγκατέλειψαν ποτέ. Τα κουβαλώ ακόμη μέσα μου, είναι η αρχή της ζωής μου και, ως γνωστόν, δεν υπάρχει μέση και τέλος δίχως αρχή.

Τα τελευταία 17 χρόνια, από τότε που γυρίσατε οριστικά στην Ελλάδα, ζείτε σ' ένα μικρό χωρίο της ορεινής Κορινθίας, το Θροφαρί. Αυτή η επιλογή ζωής σάς ξαναγυρίζει κατά κάποιον τρόπο στην αρχή;

Αν εννοείτε την αρχή της ύπαρξης, ναι. Η εγκατάστασή μου σ' αυτό το μικρό και σχεδόν άθικτο ακόμη από τον «πολιτισμό» χωριό οφείλεται όντως στη βαθύτατη ανάγκη μου για επιστροφή, όχι στον τόπο που γεννήθηκα (σ' αυτή την περίπτωση θα ήταν τα Σεπόλια), αλλά στον τόπο όπου τα πάντα γεννιούνται, στη Φύση.


Διαβάστε στον Διαπολιτισμό μια εξαιρετική μελέτη του ποιητή Ηλία Κεφάλα για τον Αργύρη Χιόνη


Ηλίας Κεφάλας, Ο ηδυσμένος λόγος του Αργύρη Χιόνη



ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ


Χέρια

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε

Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983



Τω αγνώστω ποιητή

Πέρασε τη ζωή του
Γράφοντας ποιήματα
Με τη γομολάστιχα

Ελέησόν σε
Ένιωθες μόνος και μας έπλασες για να ‘χεις
Συντροφιά εις τους αιώνας των αιώνων.
Έσφαλες όμως πλάθοντάς μας
Κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σου.
Πολλαπλασίασες τη μοναξιά σου.
Τώρα είσαι μόνος μέσα σ’ ένα πλήθος μόνων.
Δεν έχει πιο μεγάλη μοναξιά.

Από τη συλλογή  Ό,τι περιγράφω με περιγράφει,2010

Ασήμαντα περιστατικά

Είναι δυο  άνθρωποι :ο ένας με μαχαίρι,  ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλον. « Θα σε σκοτώσω»
«Μα γιατί» ρωτά ο άοπλος, «τι σου ΄χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις»
« Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα»  λέει αυτός με το μαχαίρι.
« 'Η και να με μισούσες»  λέει ο άοπλος, «να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση ; 
Έλα να γνωριστούμε»
« Κι αν σ’ αγαπήσω»  επιμένει ο οπλισμένος,   « αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι ;»
« Ω, μη φοβάσαι»  λέει ο άοπλος,«σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη.  Και, τότε,  είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση»



ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΙΠΟΤΕ ΝΑ ΧΑΣΕΙ, ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ

Μια φορά κι έναν καιρό, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε που υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε που ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, εκτός από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο. 
     Η δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη· δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασήμαντότητά της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ’παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Έν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την καομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος. 
     Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τι δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τι είναι. Μια μέρα όμως έμαθε. 
     Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, έν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πως μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμα πως ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμά της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο. 

Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τι δεν ήταν φυτεμένο εκεί! Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ο κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι. 
     Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, που τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμό της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου. 
     Το μεγάλο ξάφνιασμά της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα που απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή που βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριβαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, που ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξή τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους με τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φως, τα μερμήγκια, που σκαρφαλώναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, που, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια...

Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, που έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδιάς της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική που ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα που η γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού που προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τι της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει “μπα, μια πέτρα!”, βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον οποίο νόμιζε πως είχε φύγει πια για πάντα. 
     Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της· μετά από τόση ομορφιά που είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας... 
     Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ο τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε η πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ο μικρός πρίγκηπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισό της. 
     Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο μικρός πρίγκιπας, που στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. 
     Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα που βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισός της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία. 

    Επιθύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε. 

    Επιμύθιο ΙΙ: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους. 

 Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες,2008